- τεχνοκράτης
- οοπαδός της τεχνοκρατίας (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τεχνοκράτης — ο, Ν 1. οπαδός τής τεχνοκρατίας 2. πολιτικός ή δημόσιος λειτουργός που ασκεί το λειτούργημά του με βάση κυρίως τη μελέτη τών οικονομικών μηχανισμών χωρίς να λαμβάνεται σοβαρά υπ όψιν ο άνθρώπινος παράγοντας 3. εξειδικευμένο πρόσωπο στην επιστήμη… … Dictionary of Greek
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek
τεχνοκρατία — Η κυριαρχική επιβολή της τεχνικής στον δημόσιο βίο ενός λαού. Η πρόοδος της βιομηχανίας και των τεχνικών επιστημών δημιούργησε την ανάγκη να υπάρξουν και να αναδειχθούν ειδικευμένα στελέχη, ικανά να ελέγξουν και να κατευθύνουν τον σημαντικό αυτόν … Dictionary of Greek
φυσιοκράτης — ο, Ν 1. ο οπαδός τής φυσιοκρατίας 2. στον πληθ. οι φυσιοκράτες (οικον.) καθεμία από τις ομάδες διανοητών τού 18oυ αιώνα οι οποίοι πρέσβευαν ότι η γη και η αγροτική παραγωγή είναι η μοναδική πηγή πλούτου και ευημερίας τών λαών και οι οποίοι… … Dictionary of Greek
Κοσίγκιν, Αλεξέι Νικολάγεβιτς — (Alexei Nikolayevich Kosygin, Αγία Πετρούπολη 1904 – Μόσχα 1980). Ρώσος πολιτικός, πρωθυπουργός της ΕΣΣΔ (1964 80). Ήταν γιος εργατών και εργάτης ο ίδιος· σπούδασε στη Συνεργατική Τεχνική Σχολή της Αγίας Πετρούπολης (τότε Λένινγκραντ) και στο… … Dictionary of Greek
Σημίτης Κωνσταντίνος — (Πειραιάς 1936 ). Πολιτικός, οικονομολόγος, καθηγητής Πανεπιστημίου. Ο Κ.Σ. γεννήθηκε στις 26 Ιουνίου 1936 στον Πειραιά. Σπούδασε Νομικά και Οικονομικά στη Γερμανία και την Αγγλία. Ξεκίνησε την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία ως υφηγητής στο… … Dictionary of Greek